ISBN: 978-960-568-367-2 Συγγραφέας: ΔΕΓΛΕΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Εκδοτικός οίκος: ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ Σελίδες: 285 Ημερομηνία Έκδοσης: Φεβρουάριος 2016 Η συνεχής εισδοχή διεθνών και ενωσιακών κανόνων στο εθνικό μας δίκαιο έχουν δημιουργήσει μια νέα νομική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ο εκάστοτε νομοθέτης, εφαρμοστής ή ερμηνευτής του δικαίου υποχρεούται να δίδει σαφή προτεραιότητα και υπεροχή στο διεθνές και στο ενωσιακό δίκαιο, έναντι του εθνικού. Τους προβληματισμούς αυτούς και τη μεθοδολογία που καλείται να εφαρμόσει ο εκάστοτε ερμηνευτής του ελληνικού δικαίου, στους τομείς που αυτό συγκαθορίζεται ή / και συγκρούεται με τους κανόνες του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, πραγματεύεται το βιβλίο αυτό, με ειδικότερη εμβάθυνση στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται εκτενής αναφορά στην ενωσιακή και διεθνή προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας αλλά και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ενώ αναλύεται η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς και η κατά προτεραιότητα υποχρέωση ελέγχου συμβατότητας έναντι του ελέγχου αντισυνταγματικότητας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφεται το «χρονικό» της θεσμοθέτησης του παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (Ν. 3886/2010) και πώς η προϋπόθεση αυτή αντιμετωπίστηκε από τη νομολογία του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας μας. Καταγράφεται μια αναλυτική - κριτική ανάγνωση όλων των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ γίνεται διασύνδεση αυτών με τη λοιπή νομολογία για τα δικαστικά δαπανήματα, που ουσιαστικά καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στην Δικαιοσύνη. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου επιχειρείται μια ιδιαίτερη διεπιστημονική ανάλυση στα ερευνώμενα πεδία και ο συγγραφέας προτείνει 2 νέες «χαρτογραφήσεις»: αυτή της «ακριβής δικαιοσύνης» και αυτή της «στοχευμένης κακής νομοθέτησης», που ειδωμένες επάλληλα σαν «παλίμψηστο» δημιουργούν μια προβληματική νομοθετική και διοικητική πραγματικότητα, άμεσα συναρτώμενη με την οικονομική - και όχι μόνο - ελληνική κρίση, ιδιαίτερα στο πεδίο αυτό των δημόσιων συμβάσεων, όπου και εμφανίστηκαν οι μεγαλύτερες περιπτώσεις σκανδάλων διαφθοράς. Αυτό το τοπίο του παραδείγματος της «ακριβής και δυσπρόσιτης δικαιοσύνης» δημιουργεί αναμφίβολα σε όλους μια νέα «ορατότητα», μια νέα συνολική θεώρηση, με καθαρό πια στόχο την «πλήρη αποφυγή του δικαστικού ελέγχου», ενώ με τη λαθεμένη γενική αποδοχή - κατά τον συγγραφέα - της «κατάστασης ανάγκης», που λόγω κρίσης «κυριάρχησε», συνεχίζεται η θέσπιση κανόνων δικαίου που σταθερά αποκλίνουν από την δικαιοσύνη, κάνοντας επίκαιρο τον δημόσιο διάλογο για την θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και την δικαιοσύνη, με την δεύτερη να παραμένει σαν αξίωση - «σαν εμπειρία του αδύνατου».
|