Ο Μύρος, «περιπλανώμενος Έλληνας», είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δε χρειάστηκε να πλάσω γύρω του ψεύτικες καταστάσεις και γεγονότα όσα έζησε και τράβηξε ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όσα ζήσαμε όλοι μας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουν και περισσεύουν για να γραφτούν οι πιο απίστευτες ιστορίες. Η Κασσάνδρα, αυτή η παράξενη μαυροφόρα κοπέλα που, στα χρόνια της δικτατορίας, αντιστάθηκε μονάχη της στο γενικό ξεπεσμό και στη δουλοπρέπεια, υπάρχει και ζει ακόμα στο νησί της, σε μια ερημιά. Λένε πως δεν έχει ακόμα θεραπευτεί από την τρέλα της σηκώνεται τις νύχτες και βγαίνει στους δρόμους, μπήγει φωνές, ξυπνάει τους ανθρώπους.
Τον Προκόπη, το Μικρασιάτη καφετζή, τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικά χρόνια. Το μαγαζάκι του έχει γίνει «μπουτίκ» για τουρίστες κι οι ναργιλέδες του, μ' ένα δάχτυλο σκόνη, βρίσκονται σε μια προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Ο Πορφύρης, ο χτίστης, έχει τυλίξει τα εργαλεία του σε μια λινάτσα δε δουλεύει πια, δεν καταδέχεται να βρωμίσει τα χέρια του με τα πετρέλαια και τα γράσα της μπετονιέρας. Όσο για την κυρα-Μαρία, την όμορφη ταβερνιάρισσα, καλά έκανε κι αυτοκτόνησε. Τι να τα 'κανε τα βαρέλια της; Τα ξενόφερτα νερομπούλια που πίνουμε σήμερα πουλιούνται σε μπουκάλια.
Η μάνα του Μύρου ζει ακόμα, περιποιείται τις γλάστρες και τα δεντράκια του κήπου της, σκαλίζει και ποτίζει τη γη, νοιάζεται τις τριανταφυλλιές της που τώρα τελευταία άνθισαν πάλι. Κρατάει, λοιπόν, ακόμα η Ελλάδα.
Ο Μύρος, «περιπλανώμενος Έλληνας», είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δε χρειάστηκε να πλάσω γύρω του ψεύτικες καταστάσεις και γεγονότα όσα έζησε και τράβηξε ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όσα ζήσαμε όλοι μας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουν και περισσεύουν για να γραφτούν οι πιο απίστευτες ιστορίες. Η Κασσάνδρα, αυτή η παράξενη μαυροφόρα κοπέλα που, στα χρόνια της δικτατορίας, αντιστάθηκε μονάχη της στο γενικό ξεπεσμό και στη δουλοπρέπεια, υπάρχει και ζει ακόμα στο νησί της, σε μια ερημιά. Λένε πως δεν έχει ακόμα θεραπευτεί από την τρέλα της σηκώνεται τις νύχτες και βγαίνει στους δρόμους, μπήγει φωνές, ξυπνάει τους ανθρώπους.
Τον Προκόπη, το Μικρασιάτη καφετζή, τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικά χρόνια. Το μαγαζάκι του έχει γίνει «μπουτίκ» για τουρίστες κι οι ναργιλέδες του, μ' ένα δάχτυλο σκόνη, βρίσκονται σε μια προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Ο Πορφύρης, ο χτίστης, έχει τυλίξει τα εργαλεία του σε μια λινάτσα δε δουλεύει πια, δεν καταδέχεται να βρωμίσει τα χέρια του με τα πετρέλαια και τα γράσα της μπετονιέρας. Όσο για την κυρα-Μαρία, την όμορφη ταβερνιάρισσα, καλά έκανε κι αυτοκτόνησε. Τι να τα 'κανε τα βαρέλια της; Τα ξενόφερτα νερομπούλια που πίνουμε σήμερα πουλιούνται σε μπουκάλια.
Η μάνα του Μύρου ζει ακόμα, περιποιείται τις γλάστρες και τα δεντράκια του κήπου της, σκαλίζει και ποτίζει τη γη, νοιάζεται τις τριανταφυλλιές της που τώρα τελευταία άνθισαν πάλι. Κρατάει, λοιπόν, ακόμα η Ελλάδα.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΑΙΖΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑBKS.0307919BKS.0307919ΦΑΚΙΝΟΣ ΑΡΗΣΦΑΚΙΝΟΣ ΑΡΗΣΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΚατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ •ΦΑΚΙΝΟΣ ΑΡΗΣ στην κατηγορία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ISBN: 978-960-03-1024-5 Συγγραφέας: ΦΑΚΙΝΟΣ ΑΡΗΣ Εκδοτικός οίκος: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Σελίδες: 176 Ημερομηνία Έκδοσης: 1984 Ο Μύρος, «περιπλανώμενος Έλληνας», είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δε χρειάστηκε να πλάσω γύρω του ψεύτικες καταστάσεις και γεγονότα όσα έζησε και τράβηξε ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όσα ζήσαμε όλοι μας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουν και περισσεύουν για να γραφτούν οι πιο απίστευτες ιστορίες. Η Κασσάνδρα, αυτή η παράξενη μαυροφόρα κοπέλα που, στα χρόνια της δικτατορίας, αντιστάθηκε μονάχη της στο γενικό ξεπεσμό και στη δουλοπρέπεια, υπάρχει και ζει ακόμα στο νησί της, σε μια ερημιά. Λένε πως δεν έχει ακόμα θεραπευτεί από την τρέλα της σηκώνεται τις νύχτες και βγαίνει στους δρόμους, μπήγει φωνές, ξυπνάει τους ανθρώπους. Τον Προκόπη, το Μικρασιάτη καφετζή, τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικά χρόνια. Το μαγαζάκι του έχει γίνει «μπουτίκ» για τουρίστες κι οι ναργιλέδες του, μ' ένα δάχτυλο σκόνη, βρίσκονται σε μια προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Ο Πορφύρης, ο χτίστης, έχει τυλίξει τα εργαλεία του σε μια λινάτσα δε δουλεύει πια, δεν καταδέχεται να βρωμίσει τα χέρια του με τα πετρέλαια και τα γράσα της μπετονιέρας. Όσο για την κυρα-Μαρία, την όμορφη ταβερνιάρισσα, καλά έκανε κι αυτοκτόνησε. Τι να τα 'κανε τα βαρέλια της; Τα ξενόφερτα νερομπούλια που πίνουμε σήμερα πουλιούνται σε μπουκάλια. Η μάνα του Μύρου ζει ακόμα, περιποιείται τις γλάστρες και τα δεντράκια του κήπου της, σκαλίζει και ποτίζει τη γη, νοιάζεται τις τριανταφυλλιές της που τώρα τελευταία άνθισαν πάλι. Κρατάει, λοιπόν, ακόμα η Ελλάδα. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΑΙΖΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΠληροφορίεςΡυθμίσειςΑπόρριψηΑποδοχή
Αναγκαία-Λειτουργικότητας: Τα αναγκαία cookies είναι ουσιαστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της ιστοσελίδας μας επιτρέποντάς σας να κάνετε περιήγηση και να χρησιμοποιήσετε τις λειτουργίες της. Αυτά τα cookies δεν αναγνωρίζουν την ατομική σας ταυτότητα. Χωρίς αυτά τα cookies, δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας.
Επιδόσεων: Τα cookies αυτά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ανώνυμα οι επισκέπτες χρησιμοποιούν την ιστοσελίδα μας, για παράδειγμα, ποιές σελίδες έχουν τις πιο συχνές επισκέψεις.
Διαφήμισης: Αυτά τα cookies χρησιμοποιούνται για την παροχή περιεχομένου, που ταιριάζει περισσότερο στα ενδιαφέροντά σας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή στοχευμένης διαφήμισης/προσφορών ή την μέτρηση αποτελεσματικότητας μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουμε ποια ηλεκτρονικά κανάλια marketing είναι πιο αποτελεσματικά.
Αποθήκευση