«...Έγινε, μετά, μάχη μεγάλη. Ήρθανε οι αντάρτες να πάρουν το πτώμα να το θάψουνε και τους είχαν στήσει ενέδρα οι άλλοι. Κι εκείνο το βράδυ έπιασε φωτιά το μοναστήρι, κανείς δεν ξέρει πώς έγινε, κανείς απ' το χωριό δεν τόλμαγε να πλησιάσει πριν βραδιάσει, να ψάξει για τους νεκρούς. Όλο το βράδυ καιγόταν το μοναστήρι κι έπειτα έσβησε μόνη της η φωτιά...»
Μια φωτιά που καίει το μοναστήρι, τους άθαφτους νεκρούς, ένα χωριό, μια χώρα ολόκληρη. Μες στα συντρίμμια ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι. Η Ανδρομάχη. Κατοχή και εμφύλιος σ' ένα χωριό της δυτικής Κρήτης. Πρόσωπα συναντιούνται, αγαπιούνται, χωρίζουνε, αναμετριούνται σε θανάσιμες συγκρούσεις και ιστορούν. Τη ζωή τους. Τους νικημένους. Την Ανδρομάχη. Κι έπειτα τα πρόσωπα τα σκεπάζει η λήθη, καθώς οι μύθοι και οι ανείπωτες ιστορίες γίνονται φλόγα που πυρπολεί τις διαδρομές των απογόνων. Μέχρι που σβήνει κι αυτή και στη μνήμη ξαναγυρνάνε τα πρόσωπα. Με την τραγική ανθρώπινη μορφή τους.
«Να μπορούσε, λέει, να 'χε κλειστά τα μάτια και να τ' άνοιγε μόνο σαν διάβαινε το σύνορο του κόσμου της. Όμως και πάλι, όσο κρατούσε το ταξίδι, πίσω απ' τα μαύρα της γυαλιά τίποτα δε γνώριζε, άλλα τα σπίτια, άλλοι οι κήποι, άλλοι οι άνθρωποι, καινούριοι οι δρόμοι που άνοιξαν στους αγριότοπους των παιδικών της χρόνων· αν δεν υπήρχε το βουνό να σημαδεύει τη διαδρομή της, θα είχε χάσει τον προσανατολισμό. Και η αιωνόβια ελιά, το σύνορο, είχε πέσει, ένα κουφάρι είχε απομείνει εκεί που ήταν κάποτε οι ρίζες της».
«...Έγινε, μετά, μάχη μεγάλη. Ήρθανε οι αντάρτες να πάρουν το πτώμα να το θάψουνε και τους είχαν στήσει ενέδρα οι άλλοι. Κι εκείνο το βράδυ έπιασε φωτιά το μοναστήρι, κανείς δεν ξέρει πώς έγινε, κανείς απ' το χωριό δεν τόλμαγε να πλησιάσει πριν βραδιάσει, να ψάξει για τους νεκρούς. Όλο το βράδυ καιγόταν το μοναστήρι κι έπειτα έσβησε μόνη της η φωτιά...»
Μια φωτιά που καίει το μοναστήρι, τους άθαφτους νεκρούς, ένα χωριό, μια χώρα ολόκληρη. Μες στα συντρίμμια ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι. Η Ανδρομάχη. Κατοχή και εμφύλιος σ' ένα χωριό της δυτικής Κρήτης. Πρόσωπα συναντιούνται, αγαπιούνται, χωρίζουνε, αναμετριούνται σε θανάσιμες συγκρούσεις και ιστορούν. Τη ζωή τους. Τους νικημένους. Την Ανδρομάχη. Κι έπειτα τα πρόσωπα τα σκεπάζει η λήθη, καθώς οι μύθοι και οι ανείπωτες ιστορίες γίνονται φλόγα που πυρπολεί τις διαδρομές των απογόνων. Μέχρι που σβήνει κι αυτή και στη μνήμη ξαναγυρνάνε τα πρόσωπα. Με την τραγική ανθρώπινη μορφή τους.
«Να μπορούσε, λέει, να 'χε κλειστά τα μάτια και να τ' άνοιγε μόνο σαν διάβαινε το σύνορο του κόσμου της. Όμως και πάλι, όσο κρατούσε το ταξίδι, πίσω απ' τα μαύρα της γυαλιά τίποτα δε γνώριζε, άλλα τα σπίτια, άλλοι οι κήποι, άλλοι οι άνθρωποι, καινούριοι οι δρόμοι που άνοιξαν στους αγριότοπους των παιδικών της χρόνων· αν δεν υπήρχε το βουνό να σημαδεύει τη διαδρομή της, θα είχε χάσει τον προσανατολισμό. Και η αιωνόβια ελιά, το σύνορο, είχε πέσει, ένα κουφάρι είχε απομείνει εκεί που ήταν κάποτε οι ρίζες της».
ΜΙΚΡΗ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗBKS.0022632BKS.0022632ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΚατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ •ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ στην κατηγορία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ISBN: 978-960-14-1352-5 Συγγραφέας: ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ Εκδοτικός οίκος: Α. Α. ΛΙΒΑΝΗΣ Σελίδες: 248 Ημερομηνία Έκδοσης: 2006 «...Έγινε, μετά, μάχη μεγάλη. Ήρθανε οι αντάρτες να πάρουν το πτώμα να το θάψουνε και τους είχαν στήσει ενέδρα οι άλλοι. Κι εκείνο το βράδυ έπιασε φωτιά το μοναστήρι, κανείς δεν ξέρει πώς έγινε, κανείς απ' το χωριό δεν τόλμαγε να πλησιάσει πριν βραδιάσει, να ψάξει για τους νεκρούς. Όλο το βράδυ καιγόταν το μοναστήρι κι έπειτα έσβησε μόνη της η φωτιά...» Μια φωτιά που καίει το μοναστήρι, τους άθαφτους νεκρούς, ένα χωριό, μια χώρα ολόκληρη. Μες στα συντρίμμια ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι. Η Ανδρομάχη. Κατοχή και εμφύλιος σ' ένα χωριό της δυτικής Κρήτης. Πρόσωπα συναντιούνται, αγαπιούνται, χωρίζουνε, αναμετριούνται σε θανάσιμες συγκρούσεις και ιστορούν. Τη ζωή τους. Τους νικημένους. Την Ανδρομάχη. Κι έπειτα τα πρόσωπα τα σκεπάζει η λήθη, καθώς οι μύθοι και οι ανείπωτες ιστορίες γίνονται φλόγα που πυρπολεί τις διαδρομές των απογόνων. Μέχρι που σβήνει κι αυτή και στη μνήμη ξαναγυρνάνε τα πρόσωπα. Με την τραγική ανθρώπινη μορφή τους. «Να μπορούσε, λέει, να 'χε κλειστά τα μάτια και να τ' άνοιγε μόνο σαν διάβαινε το σύνορο του κόσμου της. Όμως και πάλι, όσο κρατούσε το ταξίδι, πίσω απ' τα μαύρα της γυαλιά τίποτα δε γνώριζε, άλλα τα σπίτια, άλλοι οι κήποι, άλλοι οι άνθρωποι, καινούριοι οι δρόμοι που άνοιξαν στους αγριότοπους των παιδικών της χρόνων· αν δεν υπήρχε το βουνό να σημαδεύει τη διαδρομή της, θα είχε χάσει τον προσανατολισμό. Και η αιωνόβια ελιά, το σύνορο, είχε πέσει, ένα κουφάρι είχε απομείνει εκεί που ήταν κάποτε οι ρίζες της». ΜΙΚΡΗ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΠληροφορίεςΡυθμίσειςΑπόρριψηΑποδοχή
Αναγκαία-Λειτουργικότητας: Τα αναγκαία cookies είναι ουσιαστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της ιστοσελίδας μας επιτρέποντάς σας να κάνετε περιήγηση και να χρησιμοποιήσετε τις λειτουργίες της. Αυτά τα cookies δεν αναγνωρίζουν την ατομική σας ταυτότητα. Χωρίς αυτά τα cookies, δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας.
Επιδόσεων: Τα cookies αυτά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ανώνυμα οι επισκέπτες χρησιμοποιούν την ιστοσελίδα μας, για παράδειγμα, ποιές σελίδες έχουν τις πιο συχνές επισκέψεις.
Διαφήμισης: Αυτά τα cookies χρησιμοποιούνται για την παροχή περιεχομένου, που ταιριάζει περισσότερο στα ενδιαφέροντά σας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή στοχευμένης διαφήμισης/προσφορών ή την μέτρηση αποτελεσματικότητας μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουμε ποια ηλεκτρονικά κανάλια marketing είναι πιο αποτελεσματικά.
Αποθήκευση