Το έργο «Σύγχρονη διακυβέρνηση και έλεγχος του εγκλήματος» αποτελεί μια μελέτη του τρόπου με τον οποίο ασκείται η σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος. Βασική θέση της συγγραφέως είναι ότι η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου στις μέρες μας έχει υποστεί μία ποιοτική, όσο και ποσοτική αλλαγή, μια μετάλλαξη στην ουσία, επειδή πλέον εμπλέκονται ποικίλοι φορείς, ενώ την ίδια στιγμή η επιτήρηση εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό και όχι μόνο σε μεμονωμένους υπόπτους, όπως γινόταν παλαιότερα. Την τελευταία δεκαπενταετία, η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου γίνεται υπόθεση περισσοτέρων επίσημων μηχανισμών, ιδιωτικών επιχειρήσεων και δυνάμει θυμάτων και αυτό αποδίδεται, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές του φαινομένου, στην αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί εξ ολοκλήρου στις αυξημένες ανάγκες των πολιτών για προστασία.
Ειδικότερα, ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που εξετάζεται, αποτελεί το εάν και κάτω από ποιες συνθήκες η σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική έχει γίνει πολυμερής/πολυεταιρική, καθώς και το πού οφείλεται αυτή η πολυεταιρικότητα κατά την άσκησή της. Όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας (υγεία, παιδεία), έτσι και στην ασφάλεια, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το κράτος δείχνει να εκχωρεί την ευθύνη στους ίδιους τους πολίτες, όπως άλλωστε προστάζει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο πολίτης καλείται να δράσει «συνδιαχειριστικά» στην καταπολέμηση του εγκλήματος και της ανασφάλειας που προκαλείται από αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιωτικές εταιρείες παροχής ασφάλειας, οι οποίες αναδύονται ως οι «νέοι» κοινωνικοί εταίροι με σκοπό τη συμπαραγωγή και διατήρηση της κοινωνικής ευταξίας.
Επομένως, το έτερο ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν το κράτος υποχωρεί στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας, ή/και εάν συνεχίζει να διατηρεί τον βασικό πυρήνα των αρμοδιοτήτων του, κυβερνώντας τώρα πια από απόσταση. Εάν θεωρήσουμε ότι οι νέοι φορείς διακυβέρνησης (ιδιωτικοί, κοινοτικοί) δρουν συμπληρωματικά και σε αλληλεπίδραση με τους δημόσιους (αστυνομία) όπως υποστηρίζεται, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν παραμένει το κράτος, έστω κι έτσι, ο κεντρικός πρωταγωνιστής ελέγχου της παρέκκλισης και ο κύριος συντονιστής των πρωτοβουλιών των υπολοίπων εταίρων ή εάν ο ρόλος του περιορίζεται σε αυτόν του απλού «συνεταίρου».
Περαιτέρω, η πρόβλεψη και κατ επέκταση η διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων που απειλούν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της διακυβέρνησης. Το πώς αυτή ασκείται στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες το έγκλημα προσλαμβάνεται ως μία μορφή διακινδύνευσης, αποτελεί ένα ακόμη κεντρικό αντικείμενο ανάλυσης. Ειδικότερα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ το αίσθημα ανασφάλειας της κοινής γνώμης φαίνεται να έχει ενταθεί, κάτι το οποίο ενδεχομένως προκαλεί τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των επίσημων θεσμών και των φορέων τους να αμυνθούν επιτυχώς απέναντι στις πιθανές απειλές. Συνεπώς, εκείνο που η συγγραφέας αναλύει είναι η διαμόρφωση κι εφαρμογή των πολιτικών ασφαλείας που υιοθετούνται σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την ημερομηνία αυτή. Τέλος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης της κατάστασης στη χώρα μας όσον αφορά τη σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος (πώς και από ποιους πραγματοποιείται), που διεξήχθη από τη συγγραφέα στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής.
Το έργο «Σύγχρονη διακυβέρνηση και έλεγχος του εγκλήματος» αποτελεί μια μελέτη του τρόπου με τον οποίο ασκείται η σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος. Βασική θέση της συγγραφέως είναι ότι η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου στις μέρες μας έχει υποστεί μία ποιοτική, όσο και ποσοτική αλλαγή, μια μετάλλαξη στην ουσία, επειδή πλέον εμπλέκονται ποικίλοι φορείς, ενώ την ίδια στιγμή η επιτήρηση εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό και όχι μόνο σε μεμονωμένους υπόπτους, όπως γινόταν παλαιότερα. Την τελευταία δεκαπενταετία, η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου γίνεται υπόθεση περισσοτέρων επίσημων μηχανισμών, ιδιωτικών επιχειρήσεων και δυνάμει θυμάτων και αυτό αποδίδεται, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές του φαινομένου, στην αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί εξ ολοκλήρου στις αυξημένες ανάγκες των πολιτών για προστασία.
Ειδικότερα, ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που εξετάζεται, αποτελεί το εάν και κάτω από ποιες συνθήκες η σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική έχει γίνει πολυμερής/πολυεταιρική, καθώς και το πού οφείλεται αυτή η πολυεταιρικότητα κατά την άσκησή της. Όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας (υγεία, παιδεία), έτσι και στην ασφάλεια, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το κράτος δείχνει να εκχωρεί την ευθύνη στους ίδιους τους πολίτες, όπως άλλωστε προστάζει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο πολίτης καλείται να δράσει «συνδιαχειριστικά» στην καταπολέμηση του εγκλήματος και της ανασφάλειας που προκαλείται από αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιωτικές εταιρείες παροχής ασφάλειας, οι οποίες αναδύονται ως οι «νέοι» κοινωνικοί εταίροι με σκοπό τη συμπαραγωγή και διατήρηση της κοινωνικής ευταξίας.
Επομένως, το έτερο ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν το κράτος υποχωρεί στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας, ή/και εάν συνεχίζει να διατηρεί τον βασικό πυρήνα των αρμοδιοτήτων του, κυβερνώντας τώρα πια από απόσταση. Εάν θεωρήσουμε ότι οι νέοι φορείς διακυβέρνησης (ιδιωτικοί, κοινοτικοί) δρουν συμπληρωματικά και σε αλληλεπίδραση με τους δημόσιους (αστυνομία) όπως υποστηρίζεται, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν παραμένει το κράτος, έστω κι έτσι, ο κεντρικός πρωταγωνιστής ελέγχου της παρέκκλισης και ο κύριος συντονιστής των πρωτοβουλιών των υπολοίπων εταίρων ή εάν ο ρόλος του περιορίζεται σε αυτόν του απλού «συνεταίρου».
Περαιτέρω, η πρόβλεψη και κατ επέκταση η διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων που απειλούν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της διακυβέρνησης. Το πώς αυτή ασκείται στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες το έγκλημα προσλαμβάνεται ως μία μορφή διακινδύνευσης, αποτελεί ένα ακόμη κεντρικό αντικείμενο ανάλυσης. Ειδικότερα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ το αίσθημα ανασφάλειας της κοινής γνώμης φαίνεται να έχει ενταθεί, κάτι το οποίο ενδεχομένως προκαλεί τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των επίσημων θεσμών και των φορέων τους να αμυνθούν επιτυχώς απέναντι στις πιθανές απειλές. Συνεπώς, εκείνο που η συγγραφέας αναλύει είναι η διαμόρφωση κι εφαρμογή των πολιτικών ασφαλείας που υιοθετούνται σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την ημερομηνία αυτή. Τέλος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης της κατάστασης στη χώρα μας όσον αφορά τη σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος (πώς και από ποιους πραγματοποιείται), που διεξήχθη από τη συγγραφέα στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣBKS.0059651BKS.0059651ΜΠΑΚΙΡΛΗ ΕΡΙΦΥΛΗΜΠΑΚΙΡΛΗ ΕΡΙΦΥΛΗΔΙΚΑΙΟΚατηγορία: ΔΙΚΑΙΟ •ΜΠΑΚΙΡΛΗ ΕΡΙΦΥΛΗ στην κατηγορία ΔΙΚΑΙΟ ISBN: 978-960-622-507-9 Συγγραφέας: ΜΠΑΚΙΡΛΗ ΕΡΙΦΥΛΗ Εκδοτικός οίκος: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Σελίδες: 224 Διαστάσεις: 17Χ24 Ημερομηνία Έκδοσης: Ιούνιος 2018 Το έργο «Σύγχρονη διακυβέρνηση και έλεγχος του εγκλήματος» αποτελεί μια μελέτη του τρόπου με τον οποίο ασκείται η σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος. Βασική θέση της συγγραφέως είναι ότι η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου στις μέρες μας έχει υποστεί μία ποιοτική, όσο και ποσοτική αλλαγή, μια μετάλλαξη στην ουσία, επειδή πλέον εμπλέκονται ποικίλοι φορείς, ενώ την ίδια στιγμή η επιτήρηση εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό και όχι μόνο σε μεμονωμένους υπόπτους, όπως γινόταν παλαιότερα. Την τελευταία δεκαπενταετία, η αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου γίνεται υπόθεση περισσοτέρων επίσημων μηχανισμών, ιδιωτικών επιχειρήσεων και δυνάμει θυμάτων και αυτό αποδίδεται, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές του φαινομένου, στην αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί εξ ολοκλήρου στις αυξημένες ανάγκες των πολιτών για προστασία. Ειδικότερα, ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που εξετάζεται, αποτελεί το εάν και κάτω από ποιες συνθήκες η σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική έχει γίνει πολυμερής/πολυεταιρική, καθώς και το πού οφείλεται αυτή η πολυεταιρικότητα κατά την άσκησή της. Όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας (υγεία, παιδεία), έτσι και στην ασφάλεια, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το κράτος δείχνει να εκχωρεί την ευθύνη στους ίδιους τους πολίτες, όπως άλλωστε προστάζει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο πολίτης καλείται να δράσει «συνδιαχειριστικά» στην καταπολέμηση του εγκλήματος και της ανασφάλειας που προκαλείται από αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδιωτικές εταιρείες παροχής ασφάλειας, οι οποίες αναδύονται ως οι «νέοι» κοινωνικοί εταίροι με σκοπό τη συμπαραγωγή και διατήρηση της κοινωνικής ευταξίας. Επομένως, το έτερο ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν το κράτος υποχωρεί στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας, ή/και εάν συνεχίζει να διατηρεί τον βασικό πυρήνα των αρμοδιοτήτων του, κυβερνώντας τώρα πια από απόσταση. Εάν θεωρήσουμε ότι οι νέοι φορείς διακυβέρνησης (ιδιωτικοί, κοινοτικοί) δρουν συμπληρωματικά και σε αλληλεπίδραση με τους δημόσιους (αστυνομία) όπως υποστηρίζεται, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν παραμένει το κράτος, έστω κι έτσι, ο κεντρικός πρωταγωνιστής ελέγχου της παρέκκλισης και ο κύριος συντονιστής των πρωτοβουλιών των υπολοίπων εταίρων ή εάν ο ρόλος του περιορίζεται σε αυτόν του απλού «συνεταίρου». Περαιτέρω, η πρόβλεψη και κατ επέκταση η διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων που απειλούν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της διακυβέρνησης. Το πώς αυτή ασκείται στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες το έγκλημα προσλαμβάνεται ως μία μορφή διακινδύνευσης, αποτελεί ένα ακόμη κεντρικό αντικείμενο ανάλυσης. Ειδικότερα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ το αίσθημα ανασφάλειας της κοινής γνώμης φαίνεται να έχει ενταθεί, κάτι το οποίο ενδεχομένως προκαλεί τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι των επίσημων θεσμών και των φορέων τους να αμυνθούν επιτυχώς απέναντι στις πιθανές απειλές. Συνεπώς, εκείνο που η συγγραφέας αναλύει είναι η διαμόρφωση κι εφαρμογή των πολιτικών ασφαλείας που υιοθετούνται σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την ημερομηνία αυτή. Τέλος, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης της κατάστασης στη χώρα μας όσον αφορά τη σύγχρονη διακυβέρνηση στον έλεγχο του εγκλήματος (πώς και από ποιους πραγματοποιείται), που διεξήχθη από τη συγγραφέα στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΠληροφορίεςΡυθμίσειςΑπόρριψηΑποδοχή
Αναγκαία-Λειτουργικότητας: Τα αναγκαία cookies είναι ουσιαστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της ιστοσελίδας μας επιτρέποντάς σας να κάνετε περιήγηση και να χρησιμοποιήσετε τις λειτουργίες της. Αυτά τα cookies δεν αναγνωρίζουν την ατομική σας ταυτότητα. Χωρίς αυτά τα cookies, δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας.
Επιδόσεων: Τα cookies αυτά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ανώνυμα οι επισκέπτες χρησιμοποιούν την ιστοσελίδα μας, για παράδειγμα, ποιές σελίδες έχουν τις πιο συχνές επισκέψεις.
Διαφήμισης: Αυτά τα cookies χρησιμοποιούνται για την παροχή περιεχομένου, που ταιριάζει περισσότερο στα ενδιαφέροντά σας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή στοχευμένης διαφήμισης/προσφορών ή την μέτρηση αποτελεσματικότητας μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουμε ποια ηλεκτρονικά κανάλια marketing είναι πιο αποτελεσματικά.
Αποθήκευση