Πότε πότε, ο πατέρας μιλούσε και για τη χώρα της μαμάς. Για τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, τη μάργα του εδάφους που αιωρούνταν ως σημαία σκόνης πάνω από τα χωράφια και τους αφρόντιστους δρόμους, για σπίτια και εισόδους δίχως τάξη και για ερειπωμένους ναούς ανά πέντε βήματα, κάτι σαν εκκλησίες, όπου μικρές, αποστεωμένες γάτες γλιστρούσαν ανάμεσα από τα απομεινάρια κιόνων και άλλα χαλάσματα. Όλοι σχεδόν οι άντρες είχαν όψη και ρούχα ατημέλητα, παπούτσια με τα τακούνια φαγωμένα και χέρια λιγδιασμένα. Όταν κάποιες φορές δεν τακτοποιούσα τα πράγματα αφότου τα χρησιμοποιούσα, ή όταν άφηνα τα παπούτσια μου πεταμένα όπως τύχει, ή όταν ήταν όλα άνω-κάτω στη σάκα μου, τότε ο πατέρας έλεγε πως ήμουν σαν εκείνους εκεί κάτω. Κι εγώ με έβλεπα σε μια κοινωνία μελαχρινών που ξάπλωναν κοντοπόδαροι κάτω από δέντρα -καθένας γύρω στα πέντε πορτοκάλια στην κορυφή του κεφαλιού- και κοιμούνταν στον ίσκιο. Ήταν άνθρωποι που εργάζονταν απρόθυμα και δεν γνώριζαν τι θα πει "τάξη". Κι εγώ έφριττα με τα τόσα πορτοκάλια κι απορούσα ξανά για τη χώρα της μαμάς. Όταν, όμως, διηγιόταν η μητέρα, μιλούσε για τη θάλασσα που ηρεμούσε κάτω από έναν γαλανό, ήρεμο και πάντοτε ασυννέφιαστο ουρανό και για ανθρώπους που γνώριζαν το νερό, τα ψάρια, τα άγρια βουνά, αλλά και για παλιούς άντρες που ο λόγος τους μετρούσε και σήμερα ακόμη, κι ανέφερε κάποια ονόματα. Ένας από αυτούς λεγόταν Αισχύλος και ήταν από το χωριό της.
Πότε πότε, ο πατέρας μιλούσε και για τη χώρα της μαμάς. Για τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, τη μάργα του εδάφους που αιωρούνταν ως σημαία σκόνης πάνω από τα χωράφια και τους αφρόντιστους δρόμους, για σπίτια και εισόδους δίχως τάξη και για ερειπωμένους ναούς ανά πέντε βήματα, κάτι σαν εκκλησίες, όπου μικρές, αποστεωμένες γάτες γλιστρούσαν ανάμεσα από τα απομεινάρια κιόνων και άλλα χαλάσματα. Όλοι σχεδόν οι άντρες είχαν όψη και ρούχα ατημέλητα, παπούτσια με τα τακούνια φαγωμένα και χέρια λιγδιασμένα. Όταν κάποιες φορές δεν τακτοποιούσα τα πράγματα αφότου τα χρησιμοποιούσα, ή όταν άφηνα τα παπούτσια μου πεταμένα όπως τύχει, ή όταν ήταν όλα άνω-κάτω στη σάκα μου, τότε ο πατέρας έλεγε πως ήμουν σαν εκείνους εκεί κάτω. Κι εγώ με έβλεπα σε μια κοινωνία μελαχρινών που ξάπλωναν κοντοπόδαροι κάτω από δέντρα -καθένας γύρω στα πέντε πορτοκάλια στην κορυφή του κεφαλιού- και κοιμούνταν στον ίσκιο. Ήταν άνθρωποι που εργάζονταν απρόθυμα και δεν γνώριζαν τι θα πει "τάξη". Κι εγώ έφριττα με τα τόσα πορτοκάλια κι απορούσα ξανά για τη χώρα της μαμάς. Όταν, όμως, διηγιόταν η μητέρα, μιλούσε για τη θάλασσα που ηρεμούσε κάτω από έναν γαλανό, ήρεμο και πάντοτε ασυννέφιαστο ουρανό και για ανθρώπους που γνώριζαν το νερό, τα ψάρια, τα άγρια βουνά, αλλά και για παλιούς άντρες που ο λόγος τους μετρούσε και σήμερα ακόμη, κι ανέφερε κάποια ονόματα. Ένας από αυτούς λεγόταν Αισχύλος και ήταν από το χωριό της.
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣBKS.1015039BKS.1015039BEKKER GERRITBEKKER GERRITΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΚατηγορία: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ •BEKKER GERRIT στην κατηγορία ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ISBN: 978-618-5212-12-4 Συγγραφέας: BEKKER GERRIT Εκδοτικός οίκος: ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ Μετάφραση: ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ ΕΛΕΝΑ Σελίδες: 304 Διαστάσεις: 15, 5Χ23 Ημερομηνία Έκδοσης: Δεκέμβριος 2016 Πότε πότε, ο πατέρας μιλούσε και για τη χώρα της μαμάς. Για τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, τη μάργα του εδάφους που αιωρούνταν ως σημαία σκόνης πάνω από τα χωράφια και τους αφρόντιστους δρόμους, για σπίτια και εισόδους δίχως τάξη και για ερειπωμένους ναούς ανά πέντε βήματα, κάτι σαν εκκλησίες, όπου μικρές, αποστεωμένες γάτες γλιστρούσαν ανάμεσα από τα απομεινάρια κιόνων και άλλα χαλάσματα. Όλοι σχεδόν οι άντρες είχαν όψη και ρούχα ατημέλητα, παπούτσια με τα τακούνια φαγωμένα και χέρια λιγδιασμένα. Όταν κάποιες φορές δεν τακτοποιούσα τα πράγματα αφότου τα χρησιμοποιούσα, ή όταν άφηνα τα παπούτσια μου πεταμένα όπως τύχει, ή όταν ήταν όλα άνω-κάτω στη σάκα μου, τότε ο πατέρας έλεγε πως ήμουν σαν εκείνους εκεί κάτω. Κι εγώ με έβλεπα σε μια κοινωνία μελαχρινών που ξάπλωναν κοντοπόδαροι κάτω από δέντρα -καθένας γύρω στα πέντε πορτοκάλια στην κορυφή του κεφαλιού- και κοιμούνταν στον ίσκιο. Ήταν άνθρωποι που εργάζονταν απρόθυμα και δεν γνώριζαν τι θα πει "τάξη". Κι εγώ έφριττα με τα τόσα πορτοκάλια κι απορούσα ξανά για τη χώρα της μαμάς. Όταν, όμως, διηγιόταν η μητέρα, μιλούσε για τη θάλασσα που ηρεμούσε κάτω από έναν γαλανό, ήρεμο και πάντοτε ασυννέφιαστο ουρανό και για ανθρώπους που γνώριζαν το νερό, τα ψάρια, τα άγρια βουνά, αλλά και για παλιούς άντρες που ο λόγος τους μετρούσε και σήμερα ακόμη, κι ανέφερε κάποια ονόματα. Ένας από αυτούς λεγόταν Αισχύλος και ήταν από το χωριό της. ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΠληροφορίεςΡυθμίσειςΑπόρριψηΑποδοχή
Αναγκαία-Λειτουργικότητας: Τα αναγκαία cookies είναι ουσιαστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της ιστοσελίδας μας επιτρέποντάς σας να κάνετε περιήγηση και να χρησιμοποιήσετε τις λειτουργίες της. Αυτά τα cookies δεν αναγνωρίζουν την ατομική σας ταυτότητα. Χωρίς αυτά τα cookies, δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας.
Επιδόσεων: Τα cookies αυτά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ανώνυμα οι επισκέπτες χρησιμοποιούν την ιστοσελίδα μας, για παράδειγμα, ποιές σελίδες έχουν τις πιο συχνές επισκέψεις.
Διαφήμισης: Αυτά τα cookies χρησιμοποιούνται για την παροχή περιεχομένου, που ταιριάζει περισσότερο στα ενδιαφέροντά σας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή στοχευμένης διαφήμισης/προσφορών ή την μέτρηση αποτελεσματικότητας μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουμε ποια ηλεκτρονικά κανάλια marketing είναι πιο αποτελεσματικά.
Αποθήκευση