Οι εμπορικές συμβάσεις διαμεσολάβησης, και ιδίως αυτές της εμπορικής αντιπροσωπείας, της διανομής και της δικαιόχρησης, βρίσκονται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο των εθνικών και διεθνών εμπορικών συναλλαγών, αποτελούν δε βασικά «εργαλεία» επιχειρηματικής επέκτασης δικτύων διανομής και προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών σε νέες αγορές, εντός και εκτός ενωσιακού χώρου.
Η χρήση των ιδιόρρυθμων αυτών συμβατικών μορφωμάτων μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, αλλά και η εξ αυτού του λόγου συνδεόμενη προσθήκη του στοιχείου της αλλοδαπότητας σε αυτές, έθεσαν τον εφαρμοστή του δικαίου μπροστά σε μια πλειάδα κρίσιμων και διερευνητέων νομικών ζητημάτων, τα οποία συνδέονται με την πολυπλοκότητα, αλλά και τον sui generis χαρακτήρα των συγκεκριμένων εμπορικών συμβάσεων.
Ζητήματα, όπως ο περιορισμός της επικρατούσας στο πεδίο των διεθνών συμβατικών ενοχών αρχής της lex voluntatis, αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού, όχι μόνο στο πλαίσιο της προστασίας του «κλασικού» κύκλου ανίσχυρων συναλλασσόμενων, όπου η διαπραγματευτική ανισότητα και η μειονεξία του ενός μέρους είναι μάλλον προφανής (καταναλωτές, εργαζόμενοι, ασφαλισμένοι), αλλά και στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ειδικά δε στο πεδίο των συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, όπου η πολυδιαφημιζόμενη ελευθερία επιλογής δικαίου αποκτά, τουλάχιστον από τη σκοπιά του κατά τεκμήριο ασθενέστερου εμπορικού διαμεσολαβητή, έναν μάλλον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα.
Πέραν αυτού, το κανονιστικό πλαίσιο της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, το οποίο αποτέλεσε μέχρι την πρόσφατη αντικατάστασή του από τον Κανονισμό «Ρώμη Ι» το βασικό νομοθέτημα για την μεταχείριση των διασυνοριακών συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις για παράδειγμα στα ζητήματα του αντικειμενικώς εφαρμοστέου δικαίου, ιδίως επί των συμβάσεων διανομής και δικαιόχρησης. Παρομοίως, η ιδιωτικοδιεθνολογική προσέγγιση των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μετά τη θέσπιση της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ περί εμπορικών αντιπροσώπων έθεσε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα ως προς την ύπαρξη διατάξεων αμέσου εφαρμογής κοινοτικής προέλευσης, καθώς και ως προς την ειδικότερη επίδρασή τους στον υποκειμενικό και αντικειμενικό προσδιορισμό της lex contractus. Η συζήτηση σχετικά με τον ordre public positif communautaire ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την έκδοση της απόφασης Ingmar από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η επίδραση της οποίας υπήρξε καθοριστική για τις περαιτέρω εξελίξεις.
Ο επιστημονικός διάλογος για όλα τα παραπάνω ζητήματα, τα οποία ως αλληλοσυμπληρούμενα τμήματα της κοινοτικής έννομης τάξης αποσκοπούν στην εύρυθμη και αρμονική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, αποκτά δε ολοένα και μεγαλύτερο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον εξαιτίας της νέας αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» (Καν 593/2008) και «Ρώμη ΙΙ» (Καν 864/2007) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές. Η παρούσα μονογραφία αποσκοπεί στο να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο των προαναφερόμενων εμπορικών συμβάσεων σε επίπεδο εφαρμοστέου δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» και «Ρώμη ΙΙ», λαμβάνοντας υπόψη ότι νομολογία και θεωρία έχουν αντιμετωπίσει μόνον αποσπασματικά τα εν λόγω ζητήματα, και τούτο υπό το προηγούμενο καθεστώς της Σύμβασης της Ρώμης.
Οι εμπορικές συμβάσεις διαμεσολάβησης, και ιδίως αυτές της εμπορικής αντιπροσωπείας, της διανομής και της δικαιόχρησης, βρίσκονται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο των εθνικών και διεθνών εμπορικών συναλλαγών, αποτελούν δε βασικά «εργαλεία» επιχειρηματικής επέκτασης δικτύων διανομής και προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών σε νέες αγορές, εντός και εκτός ενωσιακού χώρου.
Η χρήση των ιδιόρρυθμων αυτών συμβατικών μορφωμάτων μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, αλλά και η εξ αυτού του λόγου συνδεόμενη προσθήκη του στοιχείου της αλλοδαπότητας σε αυτές, έθεσαν τον εφαρμοστή του δικαίου μπροστά σε μια πλειάδα κρίσιμων και διερευνητέων νομικών ζητημάτων, τα οποία συνδέονται με την πολυπλοκότητα, αλλά και τον sui generis χαρακτήρα των συγκεκριμένων εμπορικών συμβάσεων.
Ζητήματα, όπως ο περιορισμός της επικρατούσας στο πεδίο των διεθνών συμβατικών ενοχών αρχής της lex voluntatis, αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού, όχι μόνο στο πλαίσιο της προστασίας του «κλασικού» κύκλου ανίσχυρων συναλλασσόμενων, όπου η διαπραγματευτική ανισότητα και η μειονεξία του ενός μέρους είναι μάλλον προφανής (καταναλωτές, εργαζόμενοι, ασφαλισμένοι), αλλά και στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ειδικά δε στο πεδίο των συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, όπου η πολυδιαφημιζόμενη ελευθερία επιλογής δικαίου αποκτά, τουλάχιστον από τη σκοπιά του κατά τεκμήριο ασθενέστερου εμπορικού διαμεσολαβητή, έναν μάλλον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα.
Πέραν αυτού, το κανονιστικό πλαίσιο της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, το οποίο αποτέλεσε μέχρι την πρόσφατη αντικατάστασή του από τον Κανονισμό «Ρώμη Ι» το βασικό νομοθέτημα για την μεταχείριση των διασυνοριακών συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις για παράδειγμα στα ζητήματα του αντικειμενικώς εφαρμοστέου δικαίου, ιδίως επί των συμβάσεων διανομής και δικαιόχρησης. Παρομοίως, η ιδιωτικοδιεθνολογική προσέγγιση των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μετά τη θέσπιση της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ περί εμπορικών αντιπροσώπων έθεσε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα ως προς την ύπαρξη διατάξεων αμέσου εφαρμογής κοινοτικής προέλευσης, καθώς και ως προς την ειδικότερη επίδρασή τους στον υποκειμενικό και αντικειμενικό προσδιορισμό της lex contractus. Η συζήτηση σχετικά με τον ordre public positif communautaire ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την έκδοση της απόφασης Ingmar από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η επίδραση της οποίας υπήρξε καθοριστική για τις περαιτέρω εξελίξεις.
Ο επιστημονικός διάλογος για όλα τα παραπάνω ζητήματα, τα οποία ως αλληλοσυμπληρούμενα τμήματα της κοινοτικής έννομης τάξης αποσκοπούν στην εύρυθμη και αρμονική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, αποκτά δε ολοένα και μεγαλύτερο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον εξαιτίας της νέας αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» (Καν 593/2008) και «Ρώμη ΙΙ» (Καν 864/2007) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές. Η παρούσα μονογραφία αποσκοπεί στο να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο των προαναφερόμενων εμπορικών συμβάσεων σε επίπεδο εφαρμοστέου δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» και «Ρώμη ΙΙ», λαμβάνοντας υπόψη ότι νομολογία και θεωρία έχουν αντιμετωπίσει μόνον αποσπασματικά τα εν λόγω ζητήματα, και τούτο υπό το προηγούμενο καθεστώς της Σύμβασης της Ρώμης.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣBKS.0333743BKS.0333743ΜΠΩΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣΜΠΩΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣΔΙΚΑΙΟΚατηγορία: ΔΙΚΑΙΟ •ΜΠΩΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ στην κατηγορία ΔΙΚΑΙΟ ISBN: 978-960-445-824-0 Συγγραφέας: ΜΠΩΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Εκδοτικός οίκος: ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ Σελίδες: 404 Ημερομηνία Έκδοσης: Μάιος 2012 Οι εμπορικές συμβάσεις διαμεσολάβησης, και ιδίως αυτές της εμπορικής αντιπροσωπείας, της διανομής και της δικαιόχρησης, βρίσκονται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο των εθνικών και διεθνών εμπορικών συναλλαγών, αποτελούν δε βασικά «εργαλεία» επιχειρηματικής επέκτασης δικτύων διανομής και προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών σε νέες αγορές, εντός και εκτός ενωσιακού χώρου. Η χρήση των ιδιόρρυθμων αυτών συμβατικών μορφωμάτων μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, αλλά και η εξ αυτού του λόγου συνδεόμενη προσθήκη του στοιχείου της αλλοδαπότητας σε αυτές, έθεσαν τον εφαρμοστή του δικαίου μπροστά σε μια πλειάδα κρίσιμων και διερευνητέων νομικών ζητημάτων, τα οποία συνδέονται με την πολυπλοκότητα, αλλά και τον sui generis χαρακτήρα των συγκεκριμένων εμπορικών συμβάσεων. Ζητήματα, όπως ο περιορισμός της επικρατούσας στο πεδίο των διεθνών συμβατικών ενοχών αρχής της lex voluntatis, αποτελεί αντικείμενο έντονου προβληματισμού, όχι μόνο στο πλαίσιο της προστασίας του «κλασικού» κύκλου ανίσχυρων συναλλασσόμενων, όπου η διαπραγματευτική ανισότητα και η μειονεξία του ενός μέρους είναι μάλλον προφανής (καταναλωτές, εργαζόμενοι, ασφαλισμένοι), αλλά και στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ειδικά δε στο πεδίο των συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, όπου η πολυδιαφημιζόμενη ελευθερία επιλογής δικαίου αποκτά, τουλάχιστον από τη σκοπιά του κατά τεκμήριο ασθενέστερου εμπορικού διαμεσολαβητή, έναν μάλλον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα. Πέραν αυτού, το κανονιστικό πλαίσιο της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, το οποίο αποτέλεσε μέχρι την πρόσφατη αντικατάστασή του από τον Κανονισμό «Ρώμη Ι» το βασικό νομοθέτημα για την μεταχείριση των διασυνοριακών συμβάσεων εμπορικής διαμεσολάβησης, δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις για παράδειγμα στα ζητήματα του αντικειμενικώς εφαρμοστέου δικαίου, ιδίως επί των συμβάσεων διανομής και δικαιόχρησης. Παρομοίως, η ιδιωτικοδιεθνολογική προσέγγιση των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μετά τη θέσπιση της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ περί εμπορικών αντιπροσώπων έθεσε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα ως προς την ύπαρξη διατάξεων αμέσου εφαρμογής κοινοτικής προέλευσης, καθώς και ως προς την ειδικότερη επίδρασή τους στον υποκειμενικό και αντικειμενικό προσδιορισμό της lex contractus. Η συζήτηση σχετικά με τον ordre public positif communautaire ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την έκδοση της απόφασης Ingmar από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η επίδραση της οποίας υπήρξε καθοριστική για τις περαιτέρω εξελίξεις. Ο επιστημονικός διάλογος για όλα τα παραπάνω ζητήματα, τα οποία ως αλληλοσυμπληρούμενα τμήματα της κοινοτικής έννομης τάξης αποσκοπούν στην εύρυθμη και αρμονική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, αποκτά δε ολοένα και μεγαλύτερο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον εξαιτίας της νέας αρχιτεκτονικής του ευρωπαϊκού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» (Καν 593/2008) και «Ρώμη ΙΙ» (Καν 864/2007) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές. Η παρούσα μονογραφία αποσκοπεί στο να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο των προαναφερόμενων εμπορικών συμβάσεων σε επίπεδο εφαρμοστέου δικαίου μετά τη θέσπιση των Κανονισμών «Ρώμη Ι» και «Ρώμη ΙΙ», λαμβάνοντας υπόψη ότι νομολογία και θεωρία έχουν αντιμετωπίσει μόνον αποσπασματικά τα εν λόγω ζητήματα, και τούτο υπό το προηγούμενο καθεστώς της Σύμβασης της Ρώμης. ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΠληροφορίεςΡυθμίσειςΑπόρριψηΑποδοχή
Αναγκαία-Λειτουργικότητας: Τα αναγκαία cookies είναι ουσιαστικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της ιστοσελίδας μας επιτρέποντάς σας να κάνετε περιήγηση και να χρησιμοποιήσετε τις λειτουργίες της. Αυτά τα cookies δεν αναγνωρίζουν την ατομική σας ταυτότητα. Χωρίς αυτά τα cookies, δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας.
Επιδόσεων: Τα cookies αυτά συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που ανώνυμα οι επισκέπτες χρησιμοποιούν την ιστοσελίδα μας, για παράδειγμα, ποιές σελίδες έχουν τις πιο συχνές επισκέψεις.
Διαφήμισης: Αυτά τα cookies χρησιμοποιούνται για την παροχή περιεχομένου, που ταιριάζει περισσότερο στα ενδιαφέροντά σας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αποστολή στοχευμένης διαφήμισης/προσφορών ή την μέτρηση αποτελεσματικότητας μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να καθορίσουμε ποια ηλεκτρονικά κανάλια marketing είναι πιο αποτελεσματικά.
Αποθήκευση